αχνιστός


αχνιστός
Προφορά

Ετυμολογία
αχνιστός αχνίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αχνιστός -ή, -ό

✦ που αχνίζει, που βγάζει αχνούς: τ’ αλόγατα με τ’ αχνιστά ρουθούνια βιάζονταν (Ν. Καζαντζάκης)
✦ (για φαγητά) που έγινε στον αχνό, στον ατμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.