αχλύς
Προφορά
Ετυμολογία
αχλύς αρχαία ελληνική ἀχλύς
Ερμηνεία
αχλύς
✦ αραιή ομίχλη, καταχνιά: μες στην αχλύν οπού ‘χα βυθισμένα τα βλέφαρα (Άγγ. Σικελιανός) – η αχλή του μύθου (Π. Μπουκάλας)
✦ (μτφ. ) μελαγχολία, ψυχική κατάθλιψη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–