αχιόνιστος


αχιόνιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αχιόνιστος μεταγενέστερη ελληνική ἀχιόνιστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αχιόνιστος -η, -ο

✦ που δε χιόνισε: αχιόνιστος χειμώνας
✦ που δε σκεπάστηκε με χιόνι: αχιόνιστες κορφές

Συνώνυμα

Αντίθετα
χιονισμένος, χιονοσκέπαστος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.