αχιβάδα
Προφορά
Ετυμολογία
αχιβάδα μεσαιωνική ελληνική ἀχηβάδα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αχιβάδα
✦ κοινή ονομασία για διάφορα θαλασσινά οστρακοφόρα μαλάκια
✦ κοιλότητα στον τοίχο οικίας ή ναού όπου τοποθετούν διάφορα αντικείμενα (αγάλματα, γλάστρες κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–