αχείμαντος
Προφορά
Ετυμολογία
αχείμαντος αρχαία ελληνική ἀχείμαντος
Ερμηνεία
αχείμαντος
✦ κ. αχείμαστος, -η, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) που δε δοκιμάζεται από χειμώνες
✦ (μτφ. ) που δεν πλήττεται ή δεν έχει πληγεί από συμφορές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αχειμάντως