αχείλι


αχείλι
Προφορά

Ετυμολογία
αχείλι α προθετ. + χείλι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αχείλι

✦ το χείλι: κόκκινο αχείλι φίλησα κι έβαψε το δικό μου (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.