αχαρτζιλίκωτος


αχαρτζιλίκωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αχαρτζιλίκωτος ἀ στερητικό + χαρτζιλικώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αχαρτζιλίκωτος -η, -ο

✦ ο χωρίς χαρτζιλίκι: ένα παιδί έχουν όλο κι όλο και τ’ αφήνουν αχαρτζιλίκωτο

Συνώνυμα

Αντίθετα
χαρτζιλικωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.