αφυπνίζω
Προφορά
Ετυμολογία
αφυπνίζω αρχαία ελληνική ἀφυπνίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αφυπνίζω
✦ ξυπνώ κάποιον
✦ (μτφ. ) κεντρίζω το ενδιαφέρον
✦ αφυπνίζομαι, ξυπνώ ο ίδιος: αφυπνίστηκε απορημένη, σ’ έναν κόσμο αιωνιότητας (Γ. Γεραλής)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–