αφυλάκιστος


αφυλάκιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αφυλάκιστος ἀ στερητικό + φυλακίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αφυλάκιστος -η, -ο

✦ που δεν τον έκλεισαν στη φυλακή

Συνώνυμα

Αντίθετα
φυλακισμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.