αφυδάτωση


αφυδάτωση
Προφορά

Ετυμολογία
αφυδάτωση αφυδατώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αφυδάτωση

✦ αφαίρεση του νερού από κάποιο σώμα: αφυδάτωση του εδάφους
(μτφ. ) απώλεια της ζωτικότητας

Συνώνυμα
αποξήρανση, αποστέγνωση
Αντίθετα
ενυδάτωση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.