αφυάλωση


αφυάλωση
Προφορά

Ετυμολογία
αφυάλωση από + ύαλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αφυάλωση

✦ μεταβολή του χαρακτήρα ή της δομής υαλωδών ουσιών οι οποίες μετατρέπονται σε κρυσταλλικές στερεές ουσίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.