αφτιασίδωτος
Προφορά
Ετυμολογία
αφτιασίδωτος ἀ στερητικό + φτιασιδώνομαι
Ερμηνεία
αφτιασίδωτος
✦ κ. αφκιασίδωτος, -η, -ο επίθ. αυτός που δεν χρησιμοποίησε φτιασίδια για να καλλωπιστεί
Συνώνυμα
αψιμυθίωτος, αμακιγιάριστος
Αντίθετα
φτιασιδωμένος, μακιγιαρισμένος, ψιμυθιωμένος
Επιρρήματα
–