αφτί


αφτί
Προφορά

Ετυμολογία
αφτί από τη συνεκφορά τα ωτία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αφτί

✦ το όργανο της ακοής: βούλωσα κι αφτιά και μνημονικό (Κ. Βάρναλης)
✦ μουσική αντίληψη
✦ εύχρ. σε ποικίλες φρ.: κάτι πήρε τ’ αφτί μου, κάτι άκουσα – έχει γερό αφτί, ακούει καλά – είναι περήφανο τ’ αφτί του, δεν ακούει καλά· λέγεται για βαρήκοους – μου ‘φαγε τ’ αφτιά, για να δηλωθεί ενόχληση από τις επίμονες παρακλήσεις κάποιου – απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί, ευχή για να πραγματοποιηθεί αυτό που λέγεται εκείνη τη στιγμή – δεν ιδρώνει τ’ αφτί του, αδιαφορεί, δεν πτοείται – του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά, υποψιάστηκε – κατέβασε τ’ αφτιά του, ταπεινώθηκε – είμαι όλος αφτιά, σε ακούω με μεγάλη προσοχή – γελούσαν και τ’ αφτιά του, για κάποιον που η χαρά του είναι εμφανής – είναι χρεωμένος ως τ’ αφτιά, έχει πάρα πολλά χρέη – τραβώ το αφτί κάποιου, επιπλήττω αυστηρά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.