αφρός
Προφορά
Ετυμολογία
αφρός αρχαία ελληνική ἀφρός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αφρός
✦ οι φυσαλίδες στην επιφάνεια υγρού που αναταράζεται ή βράζει ή βρίσκεται σε ζύμωση: πάνω στου πελάου το σπιθάτο αφρό (Κ. Βάρναλης)
✦ αφρώδες σάλιο
✦ η επιφάνεια κάθε υγρού
✦ (μτφ. ) ό,τι είναι λεπτό, ελαφρό, εύθραυστο
✦ το πιο εκλεκτό μέρος πράγματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–