αφροδίσιος


αφροδίσιος
Προφορά

Ετυμολογία
αφροδίσιος αρχαία ελληνική ἀφροδίσιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αφροδίσιος -α, -ο

✦ ο αναφερόμενος στην Αφροδίτη ή στην ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής
✦ ουδ. πληθ. τα αφροδίσια (ενν. νοσήματα), αρρώστιες που μεταδίδονται με τη συνουσία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.