αφρεσκάριστος


αφρεσκάριστος
Προφορά

Ετυμολογία
αφρεσκάριστος α στερητ + φρεσκαρίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αφρεσκάριστος -η, -ο

✦ ο μη φρεσκαρισμένος
✦ (για πρόσ.) που δεν καλλωπίστηκε ώστε να είναι ευπαρουσίαστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.