αφρίζω


αφρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
αφρίζω αρχαία ελληνική ἀφρίζω

Ερμηνεία
ρήμα αφρίζω

✦ παράγω αφρό
✦ βγάζω αφρό από το στόμα
(μτφ. ) οργίζομαι, εξάπτομαι υπερβολικά: άφρισε απ’ το κακό του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.