αφράτος
Προφορά
Ετυμολογία
αφράτος μεσαιωνική ελληνική ἀφρᾶτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αφράτος -η, -ο
✦ ο όμοιος με αφρό, ο λευκός και απαλός σαν αφρός: όταν αφράτο, τρυφερό χεράκι, παίρνω γλυκά μες στο δικό μου χέρι (Μικ. Άβλιχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–