αφοσίωση


αφοσίωση
Προφορά

Ετυμολογία
αφοσίωση μεταγενέστερη ελληνική ἀφοσίωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αφοσίωση

✦ η ένθερμη προσήλωση σε κάτι
✦ αγάπη, λατρεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.