αφορολόγητος


αφορολόγητος
Προφορά

Ετυμολογία
αφορολόγητος ἀ στερητικό + φορολογώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αφορολόγητος -η, -ο

✦ που δε φορολογήθηκε
✦ που δεν υπόκειται σε φορολογία: αφορολόγητο εισόδημα

Συνώνυμα

Αντίθετα
φορολογήσιμος, φορολογητέος
Επιρρήματα
αφορολόγητα (Κ αφορολογήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.