αφορμάριστος
Προφορά
Ετυμολογία
αφορμάριστος ἀ στερητικό + φορμάρω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αφορμάριστος -η, -ο
✦ που δεν έχει πάρει τη φόρμα του, αδιαμόρφωτος, ασχημάτιστος
✦ που δε βρίσκεται σε φόρμα, σε καλή φυσική κατάσταση: αθλητής αφορμάριστος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
φορμαρισμένος
Επιρρήματα
–