αφοριστικός


αφοριστικός
Προφορά

Ετυμολογία
αφοριστικός αφορίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αφοριστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τον αφορισμό
✦ που έχει δογματικό χαρακτήρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αφοριστικά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.