αφορίζω


αφορίζω
Προφορά

Ετυμολογία
αφορίζω αρχαία ελληνική ἀφορίζω

Ερμηνεία
ρήμα αφορίζω

✦ απομακρύνω από τους κόλπους της εκκλησίας: αφορίστηκε με απόφαση της ιεράς Συνόδου
✦ μτχ. παθ. πρκμ. αφορισμένος, -η, -ο ως επίθ., που έχει αφοριστεί από την εκκλησία
✦ καταραμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.