αφοπλιστικός


αφοπλιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
αφοπλιστικός αφοπλίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αφοπλιστικός -ή, -ό

✦ ο ικανός ή κατάλληλος να αφοπλίζει (βλ. λ.) : αφοπλιστικά επιχειρήματα – αφοπλιστικό χαμόγελο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.