αφοπλισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αφοπλισμός αφοπλίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αφοπλισμός
✦ αφαίρεση ή κατάθεση των όπλων
✦ ελάττωση των στρατιωτικών δυνάμεων
✦ (μτφ. ) κατάρριψη των επιχειρημάτων ή καταπράυνση της οργής κάποιου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–