αφοπλίζω


αφοπλίζω
Προφορά

Ετυμολογία
αφοπλίζω αρχαία ελληνική ἀφοπλίζω

Ερμηνεία
ρήμα αφοπλίζω

✦ αφαιρώ από κάποιον τα όπλα
(μτφ. ) καταρρίπτω τα επιχειρήματα ή καταπραΰνω την οργή κάποιου: τον αφόπλισε με το χαμόγελό της

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.