αφομοιώνω


αφομοιώνω
Προφορά

Ετυμολογία
αφομοιώνω αρχαία ελληνική ἀφομοιόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα αφομοιώνω

✦ κάνω κάτι όμοιο προς άλλο ή προς τον εαυτό μου, εξομοιώνω: το ιερατικό ντύσιμό του… τον αφομοίωνε εξωτερικά με τους δασκάλους του (Γ. Θεοτοκάς)
✦ συγχωνεύω νέα στοιχεία σε παλαιότερα ομοειδή
✦ συγχωνεύω σ’ ένα σύνολο: το έργο του… αφομοιώνει… φυσιολογικά τα ξένα στοιχεία (Γ. Σεφέρης)
✦ (ειδ.) μετατρέπω τις τροφές που παίρνω σε στοιχεία του οργανισμού μου
✦ μαθαίνω κάτι πολύ καλά (ιδ. για γνώσεις, μαθήματα κτλ.): βάλθηκε να αφομοιώσει τις εργατικές νομοθεσίες των κυριοτέρων κρατών της Ευρώπης (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.