αφομοίωση
Προφορά
Ετυμολογία
αφομοίωση μεταγενέστερη ελληνική ἀφομοίωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αφομοίωση
✦ συγχώνευση νέων στοιχείων σε παλαιότερα ομοειδή
✦ συγχώνευση σ’ ένα σύνολο
✦ (ειδ.) μετατροπή των τροφών σε στοιχεία του οργανισμού
✦ (γραμμ.) μετατροπή ενός φθόγγου σε φθόγγο όμοιο με αυτόν της προηγούμενης ή της επόμενης συλλαβής του θέματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–