αφιόνι
Προφορά
Ετυμολογία
αφιόνι └τουρκ┘afyon
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αφιόνι
✦ το φυτό μήκων η υπνοφόρος και το ναρκωτικό που παίρνεται απ’ αυτό, όπιο
✦ (μτφ. ) καθετί που προκαλεί έξαψη, χαύνωση ή φανατισμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–