αφιλτράριστος


αφιλτράριστος
Προφορά

Ετυμολογία
αφιλτράριστος ἀ στερητικό + φιλτράρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αφιλτράριστος -η, -ο

✦ που δε φιλτραρίστηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.