αφιλοσόφητος
Προφορά
Ετυμολογία
αφιλοσόφητος μεταγενέστερη ελληνική ἀφιλοσόφητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αφιλοσόφητος -η, -ο
✦ που δε φιλοσοφεί
✦ που δεν έχει φιλοσοφική μόρφωση ή φιλοσοφικό βάθος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
φιλοσοφημένος
Επιρρήματα
αφιλοσόφητα (Κ αφιλοσοφήτως)