αφιερωματικός


αφιερωματικός
Προφορά

Ετυμολογία
αφιερωματικός αφιέρωμα

Ερμηνεία
επίθετο┘ αφιερωματικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με το αφιέρωμα, που αποτελεί αφιέρωμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.