αφθονία
Προφορά
Ετυμολογία
αφθονία αρχαία ελληνική ἀφθονία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αφθονία
✦ η ιδιότητα του άφθονου, πλησμονή, περίσσεια: υπάρχει αφθονία αγαθών στην αγορά – καλοκαιρινή αφθονία από λαχανικά και φρούτα (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
έλλειψη, σπανιότητα
Επιρρήματα
–