αφθαρτίζω
Προφορά
Ετυμολογία
αφθαρτίζω μεταγενέστερη ελληνική ἀφθαρτίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αφθαρτίζω
✦ κάνω κάτι ή κάποιον άφθαρτο: δουλεύει ν’ αφθαρτίσει τ’ όνομά του, να το φυλάξει από την υβρισιά του καιρού και του θανάτου (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–