αφθαρσία


αφθαρσία
Προφορά

Ετυμολογία
αφθαρσία μεταγενέστερη ελληνική ἀφθαρσία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αφθαρσία

✦ η ιδιότητα του άφθαρτου, του αιώνιου: φρ. μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας (μεταξύ ζωής και θανάτου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.