αφηρημένος
Προφορά
Ετυμολογία
αφηρημένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος αφαιρώ
Ερμηνεία
αφηρημένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ο αποσπασμένος από την πραγματικότητα, που το μυαλό του βρίσκεται αλλού, απρόσεκτος
✦ ο αντιληπτός όχι με τις αισθήσεις, αλλά με το νου
✦ αφηρημένη τέχνη, τάση της σύγχρονης τέχνης που τη χαρακτηρίζει η απομάκρυνση από την αισθητή πραγματικότητα
Συνώνυμα
ανεικονική
Αντίθετα
συγκεκριμένος ,παραστατική, εικονική ήεικονιστική
Επιρρήματα
αφηρημένα (Κ αφηρημένως)