αφατρίαστος
Προφορά
Ετυμολογία
αφατρίαστος ἀ στερητικό + φατριάζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αφατρίαστος -η, -ο
✦ που δεν ανήκει σε φατρία, που δεν εξυπηρετεί στενά κομματικά συμφέροντα: πολιτική αφατρίαστη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
φατριαστικός
Επιρρήματα
αφατριάστως