αφαρπάζω


αφαρπάζω
Προφορά

Ετυμολογία
αφαρπάζω αρχαία ελληνική ἀφαρπάζω

Ερμηνεία
ρήμα αφαρπάζω

✦ αρπάζω αιφνιδιαστικά και βίαια
✦ (μέσ.) αφαρπάζομαι, οργίζομαι εύκολα: μόλις του πεις δύο κουβέντες, αφαρπάζεται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.