αφίμωτος


αφίμωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αφίμωτος ἀ στερητικό + φιμώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αφίμωτος -η, -ο

✦ ο χωρίς φίμωτρο
✦ (κ. μτφ.) που φλυαρεί ή βρίζει χωρίς σταματημό: αφίμωτο στόμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.