αφήνω


αφήνω
Προφορά

Ετυμολογία
αφήνω μέλλ. ἀφήσω του αρχαίου ελληνικού ρ. ἀφίημι (= αφήνω)

Ερμηνεία
ρήμα αφήνω

✦ παύω να κρατώ: άφησέ το κάτω
✦ επιτρέπω: σ’ αφήνω να λες ό,τι θέλεις
✦ εγκαταλείπω: άφησα τον τόπο μου και ξενιτεύτηκα – αφέθηκε στο έλεος του Θεού
✦ παραλείπω: αφήνω τα υπόλοιπα
✦ διακόπτω, σταματώ: άφησα τη δουλειά μου στη μέση
✦ χαρίζω ή κληροδοτώ: της άφησε ένα σπίτι ο θειος της
✦ αποφέρω κέρδος: δεν του άφησε τίποτα αυτή η επιχείρηση
✦ εμπιστεύομαι: αφήνει τα παιδιά της στους γειτόνους
✦ φρ. αφήνω που… (ή άφησε που…), εκτός του ότι, χώρια που – αφήνω γεια, αποχαιρετώ, εγκαταλείπω – αφήνω στο δρόμο (ή στους πέντε δρόμους), αφήνω κάποιον απροστάτευτο – αφήνω κάποιον πίσω, τον ξεπερνώ, προπορεύομαι – αφήνω στα κρύα του λουτρού, εγκαταλείπω κάποιον σε κρίσιμη στιγμή – αφήνω κάποιον στον τόπο, σκοτώνω κάποιον – αφήνω κάτι στη μέση, το παρατώ μισοτελειωμένο – αφήνω στην μπάντα (ή κατά μέρος), παραλείπω, παραμερίζω κάτι – δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαρί, τον καταδιώκει επίμονα – μας άφησε χρόνους, πέθανε
✦ άσ’ τα!, ως επιφών. μην το συζητάς – φρ. άσ’ τα να πάνε, αγνόησέ τα, μην δίνεις σημασία – άσ’ τον να κουρεύεται, μην ενδιαφέρεσαι γι’ αυτόν και τις πράξεις του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.