αφάνταστος
Προφορά
Ετυμολογία
αφάνταστος μεταγενέστερη ελληνική ἀφάνταστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αφάνταστος -η, -ο
✦ που δεν μπορεί κανείς να τον φανταστεί: διηγότανε αφάνταστες ιστορίες (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αφάνταστα (Κ αφαντάστως):αφάνταστα ποικίλες χρωματιστές παραστάσεις (Χατζηκυριάκος – Γκίκας)