αυτός
Προφορά
Ετυμολογία
αυτός αρχαία ελληνική αὐτός
Ερμηνεία
αυτός
✦ -ή, -ό προσωπική κ. δεικτική αντων. ως προσωπ. γ΄ προσώπου, φανερώνει κάποιον ή κάτι για τον οποίο γίνεται λόγος: εγώ του μιλούσα σοβαρά κι αυτός είχε το νου του αλλού
✦ ως δεικτική, δηλώνει πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται κοντά ή που έχει αναφερθεί λίγο πριν: σ’ αυτό το σπίτι θα κατοικήσουμε – αυτός είναι ο προορισμός σου
✦ εύχρ. ιδ. σε πολλές εκφράσεις που δηλώνουν έμφαση: αυτό που σου λέω – αυτό κι όχι άλλο κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–