αυτόπτης


αυτόπτης
Προφορά

Ετυμολογία
αυτόπτης αρχαία ελληνική αὐτόπτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αυτόπτης

✦ που είδε κάτι με τα ίδια του τα μάτια: αυτόπτης μάρτυς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.