αυτόβουλος
Προφορά
Ετυμολογία
αυτόβουλος αρχαία ελληνική αὐτόβουλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αυτόβουλος -η, -ο
✦ που ενεργεί με τη θέλησή του, χωρίς εξωτερικούς επηρεασμούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αυτοβούλως κ.αυτόβουλα:κατεβαίνει αυτόβουλα στον τάφο (Γ. Σεφέρης)