αυτοφυής
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοφυής αρχαία ελληνική αὐτοφυής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αυτοφυής -ής, -ές
✦ που φυτρώνει μόνος του, χωρίς την παρέμβαση του ανθρώπου: αυτοφυής θάμνος – αυτοφυής βλάστηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
καλλιεργούμενος
Επιρρήματα
αυτοφυώς