αυτοτραυματισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοτραυματισμός αυτοτραυματίζομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αυτοτραυματισμός
✦ η πράξη του αυτοτραυματιζόμενου: άλλοι σκεφτόντανε τη λιποταξία, άλλοι τον αυτοτραυματισμό (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–