αυτοτοξίνωση


αυτοτοξίνωση
Προφορά

Ετυμολογία
αυτοτοξίνωση αυτός + τοξίνωση

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αυτοτοξίνωση

(ιατρ.) κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός δηλητηριάζεται από τοξικές ουσίες που παράγονται μέσα στο σώμα, ά. αυτοδηλητηρίαση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.