αυτοτομία
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοτομία αυτός + τέμνω• └αγγλ┘autotomy
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αυτοτομία
✦ (βιολ.) αυτόματη και ανακλαστική αποκοπή τραυματισμένου ή παγιδευμένου τμήματος από το σώμα οργανισμού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–