αυτοτιτλοφορούμαι
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοτιτλοφορούμαι αυτός + τιτλοφορούμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αυτοτιτλοφορούμαι -είσαι, -είται
✦ απονέμω στον εαυτό μου τίτλο που δεν μου ανήκει: αυτοτιτλοφορείται ανταποκριτής ξένου ειδησεογραφικού πρακτορείου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–