αυτοσυγκέντρωση
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοσυγκέντρωση αυτός + συγκέντρωση
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αυτοσυγκέντρωση
✦ κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο συγκεντρώνει τις σκέψεις του σ’ ένα θέμα και απομονώνεται από τα εξωτερικά ερεθίσματα: αυτοσυγκέντρωση του αθλητή πριν απ’ το άλμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–